Σούζη τρως! Και ψεύδεσαι και τρως

Όσοι είναι λάτρεις του Ελληνικού κινηματογράφου και ειδικότερα της Ρένα Βλαχοπούλου έχουν δει όπως και εγώ αμέτρητες φορές τη σκηνή από την ταινία «Η Παριζιάνα» όπου η Πελαγία (Ρένα Βλαχοπούλου) προβάρει το φουστάνι της Σούζης η οποία είχε παραπανίσια κιλά και φανερά είχε πάρει ακόμα λίγα κιλά από την τελευταία φορά που πρόβαρε το φουστάνι της.

«Σούζη τρως! Και ψεύδεσαι και τρως!» Λέει εκνευρισμένη η Πελαγία που δεν βρίσκει ούτε το χέρι της Σουζης για να της φορέσει το φουστάνι. Η Σούζη όμως μια χαρά στη κοσμαρία της. Άνετη!

Ε! Ναι λοιπόν! Και εγώ τρώω. Ανοίγω το ψυγείο κάθε δέκα λεπτά και τρώω λίγο κάθε φορά. Πλέον είναι αργά να  χάσω βάρος, να τονωθούν οι μύες, να μαζευτούν τα ψωμάκια από δεξιά και αριστερά. Είναι αργά να πάει μέσα η κοιλιά και να μειωθεί η κυτταρίτιδα.  Το μόνο που έχω να δείξω στη παραλία είναι χαλαρότητες και ασπρίλα. Και για πρώτη φορά απλά δε με νοιάζει. Αν είχα ωραίο σώμα δηλαδή θα ήταν καλύτερη η ζωή μου; Το αμφιβάλω!

Προχθές που πήγα στο εμπορικό κέντρο παρατηρούσα τα ζευγάρια που περνούσαν από δίπλα μου και πρόσεξα ότι είχε πολλές κοπέλες απλές και καθημερινές παρέα με το αγόρι τους.  Και εγώ! Μπούφος! Σαν καλαμιά στο κάμπο. Δεν έχει σχέση η εμφάνιση τελικά. Το πρόβλημα είμαι εγώ. Τον έβαλα πολύ ψηλά τον πήχη. Τόσο ψηλά που και εγώ η ίδια ώρες ώρες κουράζομαι προσπαθώντας να τον φτάσω. Που θα πάει αυτή η κατάσταση; Δεν έχω άλλες αντοχές.

«Που πας; Μα δε βλέπεις ότι είναι κόκκινο;» Ρωτά ο πατέρας μου.

«Κόκκινο; Μου φάνηκε βαθύ πορτοκαλί… » Απαντώ με φωνή μικρού παιδιού που μετά που κάνει τη  ζαβολιά του προσπαθεί να σώσει ότι σώζετε πριν φάει την παντόφλα στον ποπό.

Όταν ήμουν μικρή μετά από ζαβολιές ξάπλωνα και πίεζα τον εαυτό μου να κοιμηθεί. Πίστευα ότι τα προβλήματα θα εξαφανίζονταν όταν ξυπνούσα. Τελικά δεν εξαφανίζονταν αλλά ο χρόνος που περνούσε όσο λίγος και αν ήταν με βοηθούσε να δω το πρόβλημα διαφορετικά και στο τέλος να το αντιμετωπίσω… αν χρειαζόταν τελικά.

Ο πατέρας μου με αγριοκοίταξε και μου είπε συγκρατημένα « Να προσέχεις όταν οδηγείς. Δεν είναι αστείο το να περνάς με κόκκινο.»

Έχει δίκαιο. Ήμουν αφηρημένη. Τι να που πω;  Ότι σκεφτόμουνα τη Σούζη, το φουστάνι, το καλοκαίρι, τα ζευγάρια και εμένα με μαγιό; Α! Και ότι τελικά σκασίλα μου. Δε με νοιάζει!  Έχω βαρεθεί να με νοιάζει γενικός. Δε μπορώ άλλο να αγχώνομαι για το παραμικρό. Κατάντησα ένα κινητό άγχος. Φτάνει πια.

Σε αυτό το σημείο ταιριάζει απόλυτα το τραγούδι «Θωμά είσαι σπίτι; Γιατί σε παίρνω και μιλάει. Αν τελικά θα πάμε στη Χαβάη πάρε και συ λεφτά απ’ το σπίτι!»

«Που να είναι άραγε ο Θωμάς;» Λέω φωναχτά.

«Κόρη μου είσαι καλά ή σε πείραξε η ζέστη.» Λέει ο πατέρας μου απορημένος.

Και πάλι δίκαιο έχει. Δεν είμαι καλά. Λίγο η ζέστη, λίγο η στασιμότητα, λίγο η  κυτταρίτιδα και γενικός ένα λίγο από όλα έκαναν τη ζημία τους. Ευτυχώς φτάσαμε με ασφάλεια στον προορισμό μας.

«Τι είναι αυτή η κατάσταση μαζί σου σήμερα; Δε πάει άλλο κόρη μου. Πρέπει να ηρεμήσεις. Πιες μια μπίρα να δροσιστείς. » Μου είπε ο πατέρας μου σε κατάσταση απελπισίας.

Τι καλός που είναι. Δεν θέλει να παντρευτώ, να κάνω οικογένεια ή να γίνω παρουσιάστρια ή να γίνω αστροναύτης (κάποτε ήθελε  να γίνω φαρμακοποιός ή οπτικός αλλά του πέρασε). Θέλει μονάχα να ηρεμήσω.

Και εγώ θέλω. Το προσπαθώ από τον καιρό που μπήκα στην εφηβεία. Θα κοπάσει ποτέ αυτή η τρικυμία στη ψυχή μου;

Αουτς! Πονάει και η πλάτη μου. Τι να είναι άραγε; Κανένα νεύρο, δίσκος, πιάσιμο; Αυτό μου έλειπε τώρα.

«Η ζωή που λες κόρη μου είναι μικρή και δεν πρέπει να αγχώνεσαι. Πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου ελεύθερο να εκφραστεί και να ζήσει. »  Λέει ο πατέρας μου. Ξέρει ότι ρίχνει αυγά στον τοίχο αλλά δεν πτοείται.

Εντάξει λοιπόν θα πάω διακοπές. Δε θα κάτσω σπίτι. Και ναι θα το κάνω για εμένα. Μόνο για εμένα.

«Ο Θωμάς ποιος είναι; Όποτε θες να μας τον γνωρίσεις εμείς δεν έχουμε πρόβλημα. Καλό παιδί να είναι μόνο και τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε. » Λέει ο πατέρας μου και πίνει λίγη μπύρα.

Χμμμ. Ο Θωμάς; Ποιος να είναι ο Θωμάς… άραγε! Τελικά θα πάμε στη Χαβάη ή το πολύ μέχρι πιο κάτω;